- καταπράσινος
- -η, -οο εντελώς πράσινος, ο ολωσδιόλου πράσινος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εαρόχροος — ἐαρόχροος, ον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τής άνοιξης, ο καταπράσινος … Dictionary of Greek
εριθηλής — ἐριθηλής, ές (Α) 1. (για φυτά, κήπους κ.λπ.) αυτός που είναι καταπράσινος, που θάλλει, που έχει πλούσιο καταπράσινο φύλλωμα («δάφνης ἐριθηλέος ὄζον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + θηλής (αντί θαλής) (< θηλώ «θάλλω»)] … Dictionary of Greek
ολοπράσινος — η, ο (ΑΜ ὁλοπράσινος, ίνη, ον) εντελώς πράσινος, καταπράσινος … Dictionary of Greek
ολόχλωρος — η, ο (Α ὁλόχλωρος, ον) ο εξ ολοκλήρου χλωρός, κατάχλωρος, καταπράσινος … Dictionary of Greek
περίχλωρος — ον, Α καταπράσινος, πράσινος παντού («ψιττακὸς ὁ περίχλωρος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χλωρός «πράσινος»] … Dictionary of Greek
περιπρασινώ — όω, Α 1. κάνω κάτι καταπράσινο, εντελώς πράσινο 2. παθ. περιπρασινοῡμαι, όομαι (για γη) γίνομαι καταπράσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πρασινῶ «πρασινίζω, κάνω κάτι πράσινο»] … Dictionary of Greek
Αρδηττός — Λόφος της Αθήνας, πάνω από το Παναθηναϊκό στάδιο· οφείλει το όνομά του, σύμφωνα με τους αρχαίους γραμματικούς, στον αττικό ήρωα Αρδήττη, που ήταν ο πρώτος που κατόρθωσε να μονιάσει τους πολίτες της Αθήνας και να βάλει φραγμό στις συχνές… … Dictionary of Greek
Γόρτυς — Ονομασία δύο αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Αρκαδίας χτισμένη στις όχθες του ποταμού Γορτυνίου. Αναφέρεται επίσης με την ονομασία Γόρτυνα. Από τα ευρήματα των ανασκαφών, που ξεκίνησαν το 1941 Γάλλοι αρχαιολόγοι, φαίνεται ότι η πόλη ή… … Dictionary of Greek
ολόχλωρος — η, ο ο πολύ χλωρός, πράσινος, καταπράσινος: Ολόχλωρο τοδάσος μάς δέχτηκε στη σκιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χλοερός — ή, ό αυτός που χλοάζει, καταπράσινος: Τα ζώα βόσκουν σε χλοερά λιβάδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)